- αντενέργεια
- ηενέργεια για εξουδετέρωση άλλης ενέργειας, αντίδραση, αντίπραξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντενεργώ. Η λ. μαρτυρείται από τον Νικηφόρο Θεοτόκη (1731-1800)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντενέργεια — η ενέργεια για τη ματαίωση άλλης ενέργειας, αντίδραση: Εκδηλώθηκε αντενέργεια από τους ενδιαφερόμενους εναντίον της απαλλοτρίωσης της περιοχής αυτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… … Dictionary of Greek
εξουδετέρωση — Η αντίδραση μεταξύ ενός οξέος και μιας βάσης. Η ε. ισχυρών οξέων και βάσεων, δηλαδή εκείνων που είναι σε πλήρη διάσταση, ανάγεται πρακτικά στην αντίδραση σχηματισμού μορίου ύδατος, εφόσον και το άλας που θα σχηματιστεί είναι σε πλήρη διάσταση. Το … Dictionary of Greek
αντίπραξη — η αντίδραση, αντενέργεια: Είχε συνηθίσει να κάνει αντίπραξη σ όποιον ήταν πρόεδρος στο χωριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξουδετέρωση — η 1. εκμηδένιση, ματαίωση, επιτυχής αντενέργεια. 2. (χημ.), η μεταβολή όξινης ή αλκαλικής αντίδρασης σε ουδέτερη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)